- πολυάῖξ
- πολυ-άῖξ, ῖκος (ἆίσσω): much-darting or rushing, impetuous; κάματος, weariness ‘caused by impetuosity in fighting,’ Il. 5.811.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολυᾶιξ — πολυᾶϊξ , πολυάιξ masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek
πολυάιξ — πολυά̱ϊ̱ξ , πολυάιξ masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
πολυάικι — πολυά̱ϊ̱κι , πολυάιξ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάικος — πολυά̱ϊ̱κος , πολυάιξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)